- καταδύω
- (AM καταδύω και καταδύνω)νεοελλ.(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το καταδυόμενο(ν)παλαιά ονομασία τών πρώτων υποβρυχίωννεοελλ.-μσν.βυθίζω κάποιον ή κάτι μέσα στο νερόαρχ.1. βυθίζομαι, βουτώ2. (για αστέρι και τον ήλιο) δύω3. (για πλοίο) α) βυθίζομαιβ) δεν μπορώ να ταξιδέψω4. (για πρόσ.) βυθίζομαι στο νερό5. χώνομαι, τρυπώνω6. εισέρχομαι, εισχωρώ7. πέφτω μέσα σε κάτι8. υπεισέρχομαι9. εισδύω10. γλιστρώ και κρύβομαι11. φορώ12. καταβυθίζω, βουλιάζω13. (για ναυμαχία) καταστρέφω τα πλοία ώς την ίσαλο γραμμή τους14. αφήνω κάτι να βυθιστεί15. βυθίζω το κεφάλι στο λουτρό.
Dictionary of Greek. 2013.